Εναρμονίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εναρμονίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розміряти, узгоджувати, гармоніювати, гармонізувати, згармонізувати
Εναρμονίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναρμονίζω

εναρμονίζω συνώνυμα, εναρμονίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εναρμονίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εναντιώνομαι στα ουκρανικά - противитись, пручатися, пручатись, мішати, виступати проти, виступатиме проти, виступатимуть проти
  • εναργής στα ουκρανικά - стерти, очевидний, чистий, прозорий, ясно, світлий, ясний, ...
  • ενασχόληση στα ουκρανικά - коник, пристрасть, розвага, хобі, поні, окупація
  • ενδέκατος στα ουκρανικά - одинадцятий, одинадцята, одинадцятим, одинадцяте, одинадцятими
Τυχαίες λέξεις
Εναρμονίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розміряти, узгоджувати, гармоніювати, гармонізувати, згармонізувати