Εξάγω στα δανικά
Μετάφραση: εξάγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksport, eksportere, educe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάγω
εξάγω συνόνυμα, εξάγω κλίση, εξάγω συμπέρασμα, εξάγω εξάγεισ εξάγει, εισάγω συνώνυμο, εξάγω λεξικό γλώσσας δανικά, εξάγω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ενώ στα δανικά - tid, mens, samtidig, samtidig med, under
- ενώνω στα δανικά - forene, binde, deltage, slutte, tilslutte, slutte sig, deltage i
- εξάλειψη στα δανικά - elimination, eliminering, afskaffelse, fjernelse, afskaffelsen
- εξάμηνο στα δανικά - semester, halvår, halve år, halvåret
Τυχαίες λέξεις
Εξάγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: eksport, eksportere, educe
Μεταφράσεις: eksport, eksportere, educe