Εξάγω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εξάγω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
explosão, exportação, exportar, inferir, deduzir, induzir, educe, eduzir
Εξάγω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάγω

εξάγω συνόνυμα, εξάγω κλίση, εξάγω συμπέρασμα, εξάγω εξάγεισ εξάγει, εισάγω συνώνυμο, εξάγω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξάγω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενώ στα πορτογαλικά - durante, quando, qual, tempo, enquanto, enquanto que
  • ενώνω στα πορτογαλικά - unificar, joanesburgo, amarrar, ligar, juntar, enlaçar, reunir, ...
  • εξάλειψη στα πορτογαλικά - mudança, removível, eliminação, de eliminação, a eliminação, supressão, eliminação do
  • εξάμηνο στα πορτογαλικά - semestre, meio ano, semestral, semestre do ano
Τυχαίες λέξεις
Εξάγω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: explosão, exportação, exportar, inferir, deduzir, induzir, educe, eduzir