Εξοικειωμένος στα δανικά

Μετάφραση: εξοικειωμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fortrolig, velkendt, kender, bekendt, velkendte
Εξοικειωμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοικειωμένος

εξοικειωμένος συνωνυμο, εξοικειωμένος συνωνυμα, εξοικειωμένος in english, εξοικειωμένος στα αγγλικα, εξοικειωμένος λεξικό γλώσσας δανικά, εξοικειωμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εξισώνω στα δανικά - sidestille, ligestille, ensbetydende, lighedstegn mellem, sidestiller
  • εξογκώνω στα δανικά - svulme, bloat, oppustet, unødigt stor, trommesyge
  • εξοικειώνομαι στα δανικά - er bekendt
  • εξοικειώνω στα δανικά - bekendt, sætte, kendskab, få kendskab, stifte
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειωμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fortrolig, velkendt, kender, bekendt, velkendte