Επεξηγώ στα δανικά

Μετάφραση: επεξηγώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
illustrere, illustrerer, belyse, at illustrere, illustration
Επεξηγώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επεξηγώ

εξηγώ συνωνυμο, εξηγώ συνώνυμα, επεξηγώ λεξικό γλώσσας δανικά, επεξηγώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επεξεργάζομαι στα δανικά - metode, procedure, forløb, proces, uddybe, udarbejde, at udarbejde, ...
  • επεξεργασία στα δανικά - udarbejdelse, udarbejdelsen, udarbejde, uddybning, udarbejdes
  • επευφημία στα δανικά - bifald, applaus, akklamation
  • επευφημίες στα δανικά - applaus, bifald, Hepper, jublende, jubel, cheering, opmuntrende
Τυχαίες λέξεις
Επεξηγώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: illustrere, illustrerer, belyse, at illustrere, illustration