Επεξηγώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: επεξηγώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sýna, skýra, að sýna, lýsa, varpa ljósi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεξηγώ
εξηγώ συνωνυμο, εξηγώ συνώνυμα, επεξηγώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επεξηγώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επεξεργάζομαι στα ισλανδικά - vandaður, útfæra, að útfæra, útfæra nánar, samningsaðilar
- επεξεργασία στα ισλανδικά - útfærsla, útfærslu, útfÃ|rsla, útfæra, útfæra í
- επευφημία στα ισλανδικά - acclamation
- επευφημίες στα ισλανδικά - uppörvandi
Τυχαίες λέξεις
Επεξηγώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sýna, skýra, að sýna, lýsa, varpa ljósi
Μεταφράσεις: sýna, skýra, að sýna, lýsa, varpa ljósi