Επικείμενος στα δανικά
Μετάφραση: επικείμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overhængende, forestående, nært forestående, umiddelbart forestående, umiddelbar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επικείμενος
επικείμενος λεξικο, επικείμενος ετυμολογία, επικείμενος συνώνυμο, επικείμενος σεισμός, επικείμενος μεγάλος σεισμός στην ελλαδα, επικείμενος λεξικό γλώσσας δανικά, επικείμενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- επικαλούμαι στα δανικά - påberåbe, påberåbe sig, indlede, paaberaabe sig, paaberaabe
- επικαλύπτω στα δανικά - bredte
- επικερδής στα δανικά - rentable, rentabel, rentabelt, profitabel, indbringende
- επικεφαλίδα στα δανικά - overskrift, titel, pos, udgiftsområde, henhørende under pos, under pos
Τυχαίες λέξεις
Επικείμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overhængende, forestående, nært forestående, umiddelbart forestående, umiddelbar
Μεταφράσεις: overhængende, forestående, nært forestående, umiddelbart forestående, umiddelbar