Επικουρία στα δανικά

Μετάφραση: επικουρία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjælpemiddel, bistand, hjælp, assistent, hjælpe, assistance, støtte
Επικουρία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικουρία

επικουρία λεξικό, επικουρία συνώνυμο, επικουρία μετάφραση, επικουρία συνώνυμα, επικουρία μελών δεπ, επικουρία λεξικό γλώσσας δανικά, επικουρία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επικοινωνία στα δανικά - beretning, kommunikation, meddelelse, meddelelsen, kommunikationen, meddelelse fra
  • επικοινωνώ στα δανικά - kommunikere, meddeler, meddele, at kommunikere, kommunikerer
  • επικουρικός στα δανικά - datterselskab, datterselskabet, subsidiær, dattervirksomhed
  • επικράτηση στα δανικά - prævalens, forekomsten, forekomst, udbredelsen, prævalensen
Τυχαίες λέξεις
Επικουρία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hjælpemiddel, bistand, hjælp, assistent, hjælpe, assistance, støtte