Επικουρία στα ισλανδικά

Μετάφραση: επικουρία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gagn, aðstoð, hjálp, fylgi, aðstoð við, aðstoð í, aðstoðar, hóteli
Επικουρία στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικουρία

επικουρία λεξικό, επικουρία συνώνυμο, επικουρία μετάφραση, επικουρία συνώνυμα, επικουρία μελών δεπ, επικουρία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επικουρία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επικοινωνία στα ισλανδικά - samskipti, samskipta, tjáskipti, samskiptum
  • επικοινωνώ στα ισλανδικά - samskipti, senda, hafa samskipti, miðla, samband
  • επικουρικός στα ισλανδικά - dótturfélag, dótturfyrirtæki, dótturfélags, dótturfélagi, dótturfÃ
  • επικράτηση στα ισλανδικά - algengi, tíðni, útbreiðsla
Τυχαίες λέξεις
Επικουρία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gagn, aðstoð, hjálp, fylgi, aðstoð við, aðstoð í, aðstoðar, hóteli