Επικρίνω στα δανικά

Μετάφραση: επικρίνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dadle, kritisere, kritiserer, kritiseret, at kritisere, kritik
Επικρίνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικρίνω

επικρίνω λεξικο, επικρίνω συνώνυμα, επικρίνω σημασία, εγκρίνω english, επικρίνω κατακρίνω, επικρίνω λεξικό γλώσσας δανικά, επικρίνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επικουρικός στα δανικά - datterselskab, datterselskabet, subsidiær, dattervirksomhed
  • επικράτηση στα δανικά - prævalens, forekomsten, forekomst, udbredelsen, prævalensen
  • επικρατώ στα δανικά - preponderate
  • επικροτώ στα δανικά - bifald, velkommen, velkomst, velkomne, velkommen til
Τυχαίες λέξεις
Επικρίνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dadle, kritisere, kritiserer, kritiseret, at kritisere, kritik