Επικρίνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επικρίνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criticar, critique, criticam, criticá, critica, crítica
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επικρίνω
επικρίνω λεξικο, επικρίνω συνώνυμα, επικρίνω σημασία, εγκρίνω english, επικρίνω κατακρίνω, επικρίνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επικρίνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επικουρικός στα πορτογαλικά - secundário, anexo, filial, acessório, subsidiário, subsidiária, controlada
- επικράτηση στα πορτογαλικά - predomínio, prevalência, prevalência de, a prevalência, prevalências
- επικρατώ στα πορτογαλικά - consideravelmente, lindo, prevalecer, predispor, predominar, preponderar, predominam, ...
- επικροτώ στα πορτογαλικά - aclamar, bem-vindo
Τυχαίες λέξεις
Επικρίνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: criticar, critique, criticam, criticá, critica, crítica
Μεταφράσεις: criticar, critique, criticam, criticá, critica, crítica