Επικρίνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: επικρίνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gagnrýna, ávíta, að gagnrýna, gagnrýni, gagnrýnir, gagnrýnt
Επικρίνω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικρίνω

επικρίνω λεξικο, επικρίνω συνώνυμα, επικρίνω σημασία, εγκρίνω english, επικρίνω κατακρίνω, επικρίνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επικρίνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επικουρικός στα ισλανδικά - dótturfélag, dótturfyrirtæki, dótturfélags, dótturfélagi, dótturfÃ
  • επικράτηση στα ισλανδικά - algengi, tíðni, útbreiðsla
  • επικρατώ στα ισλανδικά - ríkja, preponderate
  • επικροτώ στα ισλανδικά - velkomnir, velkomin, velkomið, velkominn, þegnar
Τυχαίες λέξεις
Επικρίνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gagnrýna, ávíta, að gagnrýna, gagnrýni, gagnrýnir, gagnrýnt