Επώαση στα δανικά
Μετάφραση: επώαση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
inkubation, inkubering, inkubationen, inkuberingen, inkubationstid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επώαση
επώαση αυγών καναρινιών, επώαση ορισμός, επώαση - εκκόλαψη, επώαση αυγών περιστεριών, επώαση ασθένειας, επώαση λεξικό γλώσσας δανικά, επώαση στα δανικά
Μεταφράσεις
- επόμενος στα δανικά - derefter, derpå, næste, siden, ved siden, ud, Desuden
- επόπτης στα δανικά - vejleder, supervisor, Tilsynsførende, Tilsynsførende for, projektlederen
- ερασιτέχνης στα δανικά - amatør, Amateur, Amator, denne amator, amatører
- ερασιτεχνικός στα δανικά - hammy
Τυχαίες λέξεις
Επώαση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: inkubation, inkubering, inkubationen, inkuberingen, inkubationstid
Μεταφράσεις: inkubation, inkubering, inkubationen, inkuberingen, inkubationstid