Εσωτερικό στα δανικά
Μετάφραση: εσωτερικό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
interiør, indre, indvendige, indvendig, indretning
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εσωτερικό
εσωτερικό της γης, εσωτερικό σπιτιού με γυναίκα που καθαρίζει μήλα, εσωτερικό μάρκετινγκ, εσωτερικό νέφος του όορτ, εσωτερικό του m.maeterlinck, εσωτερικό λεξικό γλώσσας δανικά, εσωτερικό στα δανικά
Μεταφράσεις
- εσφαλμένος στα δανικά - falsk, forkert, ukorrekt, forkerte, ukorrekte, urigtige
- εσωκλείω στα δανικά - Efter tæt, Inclose
- εσωτερικός στα δανικά - indre, intern, interne, internt, det indre
- εσωτερικώς στα δανικά - indre, internt, indvendigt, interne, intern, indvendig
Τυχαίες λέξεις
Εσωτερικό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: interiør, indre, indvendige, indvendig, indretning
Μεταφράσεις: interiør, indre, indvendige, indvendig, indretning