Εσωτερικό στα τούρκικα
Μετάφραση: εσωτερικό, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iç, içerde, dahili, Dahili, iç mekan, içişleri, interior
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εσωτερικό
εσωτερικό της γης, εσωτερικό σπιτιού με γυναίκα που καθαρίζει μήλα, εσωτερικό μάρκετινγκ, εσωτερικό νέφος του όορτ, εσωτερικό του m.maeterlinck, εσωτερικό λεξικό γλώσσας τούρκικα, εσωτερικό στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εσφαλμένος στα τούρκικα - yanlış, hatalı, doğru, yanlış bir, yanlıştır
- εσωκλείω στα τούρκικα - çevrelemek, inclose, kapsamak, etrafını çevirmek, iliştirmek
- εσωτερικός στα τούρκικα - iç, dahili, içsel, internal
- εσωτερικώς στα τούρκικα - dahili, iç, içten, dahili olarak, içsel
Τυχαίες λέξεις
Εσωτερικό στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: iç, içerde, dahili, Dahili, iç mekan, içişleri, interior
Μεταφράσεις: iç, içerde, dahili, Dahili, iç mekan, içişleri, interior