Εύθραυστος στα δανικά

Μετάφραση: εύθραυστος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrøbelig, skør, vanskelig, sart, skørt, sprødt, skøre, sprøde
Εύθραυστος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύθραυστος

εύθραυστος συνώνυμα, εύθραυστος λεξικό γλώσσας δανικά, εύθραυστος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εύγλωττος στα δανικά - veltalende, sigende, talende, velformuleret, velformulerede
  • εύθικτος στα δανικά - nærtagende, følsomt, ømskindet, sart
  • εύθρυπτος στα δανικά - sprødt, letsmuldrende, smuldrende, løs, sprød
  • εύθυμος στα δανικά - glædelig, lystig, lystige, glad, Merry
Τυχαίες λέξεις
Εύθραυστος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skrøbelig, skør, vanskelig, sart, skørt, sprødt, skøre, sprøde