Ζεύξη στα δανικά
Μετάφραση: ζεύξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
netværk, net, kobling, koblingen, sammenkobling, koblingens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ζεύξη
ζεύξη θερμαϊκού, ζεύξη περάματος-σαλαμίνας, ζεύξη σαλαμίνας, ζεύξη ρίου αντιρρίου, ζεύξη αε, ζεύξη λεξικό γλώσσας δανικά, ζεύξη στα δανικά
Μεταφράσεις
- ζευγάς στα δανικά - par, pair, parret, sæt
- ζευγαρώνω στα δανικά - partner, ægtefælle, mate, kammerat, mage, styrmand, makker
- ζεύω στα δανικά - zefo
- ζηλεύω στα δανικά - misunde, misundelse, misundt
Τυχαίες λέξεις
Ζεύξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: netværk, net, kobling, koblingen, sammenkobling, koblingens
Μεταφράσεις: netværk, net, kobling, koblingen, sammenkobling, koblingens