Ζεύξη στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ζεύξη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rede, alegre, trama, acoplamento, de acoplamento, engate, ligação, de engate
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ζεύξη
ζεύξη θερμαϊκού, ζεύξη περάματος-σαλαμίνας, ζεύξη σαλαμίνας, ζεύξη ρίου αντιρρίου, ζεύξη αε, ζεύξη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ζεύξη στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ζευγάς στα πορτογαλικά - par, par de, pares, pair, dois
- ζευγαρώνω στα πορτογαλικά - companheiro, companheiro de, companheira, parceiro, gêmea
- ζεύω στα πορτογαλικά - casal, rendimento, ceder, canga, parelha, jugo, garfo, ...
- ζηλεύω στα πορτογαλικά - inveja, ambiente, invejar, a inveja, envy, da inveja
Τυχαίες λέξεις
Ζεύξη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rede, alegre, trama, acoplamento, de acoplamento, engate, ligação, de engate
Μεταφράσεις: rede, alegre, trama, acoplamento, de acoplamento, engate, ligação, de engate