Ηλίθιος στα δανικά
Μετάφραση: ηλίθιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
idiot, fjols, idioten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλίθιος
ηλίθιος ντοστογιέφσκι pdf, ηλίθιος ντοστογιέφσκι, ηλίθιος ντοστογιέφσκι υποθεση, ηλίθιος ντοστογιέφσκι αποσπασμα, ηλίθιος ετυμολογία, ηλίθιος λεξικό γλώσσας δανικά, ηλίθιος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ηθικολόγος στα δανικά - retfærdig, moralist, moralisten, moraliserende, moralistiske
- ηθικός στα δανικά - retfærdig, moralsk, moralske, moral
- ηλεκτρίζω στα δανικά - elektrificere, electrify, sætte strøm, elektrificeringen, elektrificerer
- ηλεκτροδοτώ στα δανικά - elektrificerer, strømme af
Τυχαίες λέξεις
Ηλίθιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: idiot, fjols, idioten
Μεταφράσεις: idiot, fjols, idioten