Ηλίθιος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ηλίθιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
idioot, idiot, gek, idiote
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλίθιος
ηλίθιος ντοστογιέφσκι pdf, ηλίθιος ντοστογιέφσκι, ηλίθιος ντοστογιέφσκι υποθεση, ηλίθιος ντοστογιέφσκι αποσπασμα, ηλίθιος ετυμολογία, ηλίθιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηλίθιος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ηθικολόγος στα ολλανδικά - rechtvaardig, fair, billijk, moralist, moralistische, zedenmeester, moralistisch, ...
- ηθικός στα ολλανδικά - zedelijk, billijk, fair, moraal, rechtvaardig, zedenkundig, moreel, ...
- ηλεκτρίζω στα ολλανδικά - elektrificeren, elektriseren, elektriseer, te elektrificeren, elektrificatie van
- ηλεκτροδοτώ στα ολλανδικά - elektriseert, elektrificeert, spanning in, brengt spanning, brengt spanning in
Τυχαίες λέξεις
Ηλίθιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: idioot, idiot, gek, idiote
Μεταφράσεις: idioot, idiot, gek, idiote