Θεραπεύω στα δανικά
Μετάφραση: θεραπεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
behandle, behandling, behandling af, behandler, at behandle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεραπεύω
θεραπεύω κλίση, θεραπεύω στα αρχαία, θεραπεύω συνώνυμο, θεραπεύω translated to english, θεραπεύω ετυμολογία, θεραπεύω λεξικό γλώσσας δανικά, θεραπεύω στα δανικά
Μεταφράσεις
- θερίζω στα δανικά - afgrøde, høste, høst, klippe, slå, mow, klipper, ...
- θεραπεία στα δανικά - terapi, kur, behandling, behandlingen
- θερινός στα δανικά - sommer, sommerlig, sommerlige, kortfattede, sommerligt, summery
- θερμά στα δανικά - kraftigt, stærkt, kraftigste, det kraftigste, stærk
Τυχαίες λέξεις
Θεραπεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: behandle, behandling, behandling af, behandler, at behandle
Μεταφράσεις: behandle, behandling, behandling af, behandler, at behandle