Καβάκι στα δανικά

Μετάφραση: καβάκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Kavaki
Καβάκι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καβάκι

λεύκα καβάκι, καβάκι λεξικό γλώσσας δανικά, καβάκι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καίριος στα δανικά - grav, afgørende, afgørende betydning, af afgørende betydning, vigtigt
  • καίω στα δανικά - brænde, ætse, stangarm, armen, sear, aftrækkerdelen
  • καβαλιέρος στα δανικά - escort, eskorte, ledsagelse, ledsager
  • καβγάς στα δανικά - ro, mundhuggeri, række, skænderi, kamp, kampen, bekæmpelse, ...
Τυχαίες λέξεις
Καβάκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Kavaki