Καβάκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: καβάκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
populier, peppel, Kavaki
Καβάκι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καβάκι

λεύκα καβάκι, καβάκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καβάκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καίριος στα ολλανδικά - ernstig, groeve, bedenkelijk, hachelijk, graf, tijdig, kritiek, ...
  • καίω στα ολλανδικά - aanbranden, branden, schoroeien, verdroogd, dor, schroeiplaten, Sear
  • καβαλιέρος στα ολλανδικά - accompagnement, chaperonne, begeleiding, escorte, escort, de Escorte, begeleider
  • καβγάς στα ολλανδικά - gelid, kwestie, file, redetwist, rij, twistgesprek, heibel, ...
Τυχαίες λέξεις
Καβάκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: populier, peppel, Kavaki