Καθησυχάζω στα δανικά
Μετάφραση: καθησυχάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tranquilize, beroligende, beroligende medikamenter, virke beroligende, beroligende på
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθησυχάζω
καθησυχάζω english, καθησυχάζω αγγλικα, καθησυχάζω στα αγγλικά, καθησυχάζω συνώνυμο, καθησυχάζω μετάφραση, καθησυχάζω λεξικό γλώσσας δανικά, καθησυχάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- καθηγητής στα δανικά - instruktør, lærer, professor, professoren, er professor
- καθημερινός στα δανικά - daglig, daglige, dagligt, hver dag, dag
- καθησύχαση στα δανικά - tryghed, forsikring, beroligelse, forsikring om, sikkerhed for
- καθιερώνω στα δανικά - oprette, kanonisere, at kanonisere
Τυχαίες λέξεις
Καθησυχάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tranquilize, beroligende, beroligende medikamenter, virke beroligende, beroligende på
Μεταφράσεις: tranquilize, beroligende, beroligende medikamenter, virke beroligende, beroligende på