Καλέμι στα δανικά

Μετάφραση: καλέμι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mejsel, mejslen, stemmejern, chisel
Καλέμι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλέμι

καλέμι sds plus, ηλεκτρικό καλέμι, καλέμι πλακιδίων, καλέμι ελιάς, καλέμι αέρος, καλέμι λεξικό γλώσσας δανικά, καλέμι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καλάθι στα δανικά - kurv, kurven, indkøbskurv, kurven I, ordre
  • καλάμι στα δανικά - rør, reed, siv, tagrør
  • καλαμάκι στα δανικά - halm, strå, halmen, sugerør, af halm
  • καλαμιές στα δανικά - siv, rør, sivene, tagrør, reeds
Τυχαίες λέξεις
Καλέμι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mejsel, mejslen, stemmejern, chisel