Καλέμι στα ουκρανικά
Μετάφραση: καλέμι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
долото
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλέμι
καλέμι sds plus, ηλεκτρικό καλέμι, καλέμι πλακιδίων, καλέμι ελιάς, καλέμι αέρος, καλέμι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καλέμι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καλάθι στα ουκρανικά - корзина, кошик, ефес, кошик Кошик
- καλάμι στα ουκρανικά - повторювання, подвоєння, повторення, гомілка, Рід, рид
- καλαμάκι στα ουκρανικά - солом'яний, солома, солому
- καλαμιές στα ουκρανικά - жнива, щетина, стерня, очерет, тростина, тростину, очерету, ...
Τυχαίες λέξεις
Καλέμι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: долото
Μεταφράσεις: долото