Καλέμι στα ολλανδικά
Μετάφραση: καλέμι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beitel, beitelen, chisel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλέμι
καλέμι sds plus, ηλεκτρικό καλέμι, καλέμι πλακιδίων, καλέμι ελιάς, καλέμι αέρος, καλέμι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καλέμι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καλάθι στα ολλανδικά - ben, slof, mand, korf, mandje, Winkelwagentje, winkelmandje
- καλάμι στα ολλανδικά - riet, rieten, Reed, van Reed, rietstok
- καλαμάκι στα ολλανδικά - stro, strooien, rietje, van stro, het stro
- καλαμιές στα ολλανδικά - riet, rieten, tongen, rietjes, het riet
Τυχαίες λέξεις
Καλέμι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beitel, beitelen, chisel
Μεταφράσεις: beitel, beitelen, chisel