Καλαμάκι στα δανικά

Μετάφραση: καλαμάκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
halm, strå, halmen, sugerør, af halm
Καλαμάκι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλαμάκι

καλαμάκι μου, καλαμάκι ζυμαράκι, καλαμάκι κοτόπουλο θερμίδες, καλαμάκι γωνία, καλαμάκι του χωριού, καλαμάκι λεξικό γλώσσας δανικά, καλαμάκι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καλάμι στα δανικά - rør, reed, siv, tagrør
  • καλέμι στα δανικά - mejsel, mejslen, stemmejern, chisel
  • καλαμιές στα δανικά - siv, rør, sivene, tagrør, reeds
  • καλαμπόκι στα δανικά - majs, korn, corn, kornet
Τυχαίες λέξεις
Καλαμάκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: halm, strå, halmen, sugerør, af halm