Κανόνι στα δανικά
Μετάφραση: κανόνι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kanon, Cannon, kanoner, kanonen, i Cannon
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κανόνι
κανόνι τουριστικό γραφείο, κανόνι κέρκυρα, κανόνι ανακλαστήρα των άστρων, κανόνι ποτίσματος, κανόνι θορύβου, κανόνι λεξικό γλώσσας δανικά, κανόνι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κανό στα δανικά - kano, kanoen, kanoer, canoe
- κανόνας στα δανικά - regel, regere, lineal, styre, reglen, bestemmelse
- καπάκι στα δανικά - låg, øjenlåg, låget, dækslet, lågets
- καπάτσος στα δανικά - dreven, listig, snu, ressourcestærke, opfindsomme, opfindsom, ressourcestærk, ...
Τυχαίες λέξεις
Κανόνι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kanon, Cannon, kanoner, kanonen, i Cannon
Μεταφράσεις: kanon, Cannon, kanoner, kanonen, i Cannon