Κανόνι στα ρωσικά
Μετάφραση: κανόνι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мундштук, карамболь, столкнуться, пушка, орудие, ухо, пушки, пушку, пушечное
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κανόνι
κανόνι τουριστικό γραφείο, κανόνι κέρκυρα, κανόνι ανακλαστήρα των άστρων, κανόνι ποτίσματος, κανόνι θορύβου, κανόνι λεξικό γλώσσας ρωσικά, κανόνι στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- κανό στα ρωσικά - чёлн, челн, байдарка, челнок, каноэ, Canoe, байдарках и каноэ, ...
- κανόνας στα ρωσικά - приговор, власть, руководить, управлять, править, расчертить, царствовать, ...
- καπάκι στα ρωσικά - шляпа, колпак, крышка, курган, шлем, павиан, веко, ...
- καπάτσος στα ρωσικά - хитрость, хитринка, лукавый, трезвый, прыть, коварство, сообразительный, ...
Τυχαίες λέξεις
Κανόνι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: мундштук, карамболь, столкнуться, пушка, орудие, ухо, пушки, пушку, пушечное
Μεταφράσεις: мундштук, карамболь, столкнуться, пушка, орудие, ухо, пушки, пушку, пушечное