Κατάργηση στα δανικά
Μετάφραση: κατάργηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afskaffelse, ophævelse, afskaffelsen, ophævelsen, afskaffe
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάργηση
κατάργηση ερασιτεχνικής άδειας αλιείας, κατάργηση επικύρωσης, κατάργηση στρατιωτικής δικαιοσύνης, κατάργηση επικύρωσης αντιγράφων, κατάργηση απόδειξης δαπάνης, κατάργηση λεξικό γλώσσας δανικά, κατάργηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατάπληξη στα δανικά - bestyrtelse, forfærdelse, bestyrtet, forfærdet
- κατάρα στα δανικά - forbandelse, forbandelsen, forbande
- κατάρρευση στα δανικά - kollaps, sammenbrud, Collapse, detaljer Skjul detaljer, sammenbruddet
- κατάρτι στα δανικά - mast, masten, mastens
Τυχαίες λέξεις
Κατάργηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afskaffelse, ophævelse, afskaffelsen, ophævelsen, afskaffe
Μεταφράσεις: afskaffelse, ophævelse, afskaffelsen, ophævelsen, afskaffe