Κατάργηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατάργηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afschaffing, ruiming, eliminatie, vernietiging, ontbinding, annulering, opheffing, de afschaffing, afschaffen, afgeschaft
Κατάργηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάργηση

κατάργηση ερασιτεχνικής άδειας αλιείας, κατάργηση επικύρωσης, κατάργηση στρατιωτικής δικαιοσύνης, κατάργηση επικύρωσης αντιγράφων, κατάργηση απόδειξης δαπάνης, κατάργηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατάργηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάπληξη στα ολλανδικά - consternatie, ontsteltenis, ontzetting, verbijstering, ontsteld
  • κατάρα στα ολλανδικά - vloek, vervloeking, de vloek, vervloeken
  • κατάρρευση στα ολλανδικά - ineenstorting, instorting, instorten, ineenstorten, collapse
  • κατάρτι στα ολλανδικά - mast, hefmast, de mast, masten
Τυχαίες λέξεις
Κατάργηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afschaffing, ruiming, eliminatie, vernietiging, ontbinding, annulering, opheffing, de afschaffing, afschaffen, afgeschaft