Καταδίκη στα δανικά

Μετάφραση: καταδίκη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dømme, sætning, overbevisning, overbevisning om, overbevist, domfældelse
Καταδίκη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταδίκη

καταδίκη μελισσανίδη, καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως αρμοδιότητα, καταδίκη εφοριακών, καταδίκη τουρκίας, καταδίκη χαλυβουργών, καταδίκη λεξικό γλώσσας δανικά, καταδίκη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καταγωγή στα δανικά - oprindelse, oprindelsesbetegnelser, oprindelsesbetegnelse, oprindelsen
  • καταγώγιο στα δανικά - synke, dykke, hule, den, the, hulen, danmark
  • καταδίωξη στα δανικά - jagt, forfølgelse, chase, jagten, jage
  • καταδαπανώ στα δανικά - katadapano
Τυχαίες λέξεις
Καταδίκη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dømme, sætning, overbevisning, overbevisning om, overbevist, domfældelse