Κατακλύζω στα δανικά
Μετάφραση: κατακλύζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pakke, oversvømmelse, overvælde, overvælder, overmander, overmande, at overvælde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατακλύζω
κατακλύζω σημασια, κατακλύζω αοριστος, κατακλύζω συνωνυμα, κατακλύζω λεξικο, κατακλύζω ετυμολογια, κατακλύζω λεξικό γλώσσας δανικά, κατακλύζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατακλυσμός στα δανικά - oversvømmelse, Cataclysm, katastrofe, naturkatastrofe, voldsomme omvæltning, omvæltning
- κατακλύζομαι στα δανικά - syndflod, strøm, syndfloden, deluge, oversvømme
- κατακρίνω στα δανικά - dadle, irettesætte, reprove, revs, straffe, gaa i Rette
- κατακρατώ στα δανικά - holde, beholde, tilbageholde, at tilbageholde, nægte, tilbageholder, afslå
Τυχαίες λέξεις
Κατακλύζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pakke, oversvømmelse, overvælde, overvælder, overmander, overmande, at overvælde
Μεταφράσεις: pakke, oversvømmelse, overvælde, overvælder, overmander, overmande, at overvælde