Κατακλύζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: κατακλύζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gauja, potvynis, sukrėsti, užvaldyti, priblokšti, būti per sunkios
Κατακλύζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατακλύζω

κατακλύζω σημασια, κατακλύζω αοριστος, κατακλύζω συνωνυμα, κατακλύζω λεξικο, κατακλύζω ετυμολογια, κατακλύζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατακλύζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κατακλυσμός στα λιθουανικά - potvynis, kataklizmas, Cataclysm, kataklizmo, katastrofa, Nelaimėms
  • κατακλύζομαι στα λιθουανικά - tvanas, srautas, liūčiai, Pasaulio tvanas, potvynis
  • κατακρίνω στα λιθουανικά - barti, jei pabarsi, prikišti, prikaišioti, papeikti
  • κατακρατώ στα λιθουανικά - pragyvenimas, tęsti, laikyti, sulaikyti, neduoti, sustabdyti, išskaičiuoti, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατακλύζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gauja, potvynis, sukrėsti, užvaldyti, priblokšti, būti per sunkios