Καταφέρω στα δανικά

Μετάφραση: καταφέρω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nå, administrere, styre, bestyrer, forvalte, håndtere
Καταφέρω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταφέρω

καταφέρω meaning, καταφέρω λεξικό γλώσσας δανικά, καταφέρω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καταυλισμός στα δανικά - camping, lejr, lejren, camp, campingplads
  • καταφέρνω στα δανικά - lokke, coax, at lokke, koaksialkabler
  • καταφανής στα δανικά - iøjnefaldende, glimrer, påfaldende, synligt, fremtrædende
  • καταφατικός στα δανικά - bekræftende, bekraeftende, positiv, besvares bekræftende
Τυχαίες λέξεις
Καταφέρω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nå, administrere, styre, bestyrer, forvalte, håndtere