Καταφέρω στα ισλανδικά
Μετάφραση: καταφέρω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afkasta, stjórna, umsjón, að stjórna, hafa umsjón, umsjón með
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταφέρω
καταφέρω meaning, καταφέρω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καταφέρω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καταυλισμός στα ισλανδικά - Tjaldvagnar, Tjaldsvæðið, herbúðir, búðunum, búðum
- καταφέρνω στα ισλανδικά - haga, takast, coax, Tala, Tala einhvern, coax kapall
- καταφανής στα ισλανδικά - áberandi, of áberandi, áberandi en, áberandi
- καταφατικός στα ισλανδικά - jákvætt, játandi, svo er, virkri, sértækar
Τυχαίες λέξεις
Καταφέρω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afkasta, stjórna, umsjón, að stjórna, hafa umsjón, umsjón með
Μεταφράσεις: afkasta, stjórna, umsjón, að stjórna, hafa umsjón, umsjón með