Κηπουρικός στα δανικά

Μετάφραση: κηπουρικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
havebrug, gartneri, havebrugs-, gartneri-, gartnerisektoren
Κηπουρικός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κηπουρικός

κηπουρικός λεξικό γλώσσας δανικά, κηπουρικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κηλιδώνω στα δανικά - blotch, plet, skjold, pletsyge, bladplet
  • κηπουρική στα δανικά - havebrug, havearbejde, Gartneri, Havebrug, Gardening, haver
  • κηπουρός στα δανικά - gartner, gartneren, gardener, havemand
  • κηροζίνη στα δανικά - petroleum, kerosen, flybrændstof, kerosin
Τυχαίες λέξεις
Κηπουρικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: havebrug, gartneri, havebrugs-, gartneri-, gartnerisektoren