Κηπουρικός στα τούρκικα
Μετάφραση: κηπουρικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bahçıvanlık, bahçecilik, bahçe, Horticultural, bahçecilikte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κηπουρικός
κηπουρικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, κηπουρικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κηλιδώνω στα τούρκικα - leke, blotch, kabartı, lekesine, lekelenmek
- κηπουρική στα τούρκικα - bahçıvanlık, bahçe, bahçecilik, peyzajcılık, bahçe işleri
- κηπουρός στα τούρκικα - bahçıvan, gardener, bir bahçıvan, bahçıvanın
- κηροζίνη στα τούρκικα - gazyağı, kerosen, gaz, kerosin, gaz yağı
Τυχαίες λέξεις
Κηπουρικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bahçıvanlık, bahçecilik, bahçe, Horticultural, bahçecilikte
Μεταφράσεις: bahçıvanlık, bahçecilik, bahçe, Horticultural, bahçecilikte