Κηπουρικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: κηπουρικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
garðyrkju, Garðyrkjuskóli, garðræktar, Garðyrkjuskóla, Garðyrkjuþjónusta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κηπουρικός
κηπουρικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κηπουρικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κηλιδώνω στα ισλανδικά - saurga, blotch
- κηπουρική στα ισλανδικά - garðyrkja, garðyrkju, garðrækt
- κηπουρός στα ισλανδικά - garðyrkjumaður, grasgarðsvörðurinn, Gardener, garðyrkjumaðurinn, garðyrkjumanninum
- κηροζίνη στα ισλανδικά - steinolíu, steinolía
Τυχαίες λέξεις
Κηπουρικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: garðyrkju, Garðyrkjuskóli, garðræktar, Garðyrkjuskóla, Garðyrkjuþjónusta
Μεταφράσεις: garðyrkju, Garðyrkjuskóli, garðræktar, Garðyrkjuskóla, Garðyrkjuþjónusta