Κλαίω στα δανικά

Μετάφραση: κλαίω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
beklage, skrig, skrige, råbe, græde, råb, cry, råbet
Κλαίω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλαίω

κλαίω την ώρα, κλαίω ονειροκρίτης, κλαίω γρουσή μου, κλαίω χωρίς λόγο, κλαίω την ώρα _ μητροπάνος & τερζής, κλαίω λεξικό γλώσσας δανικά, κλαίω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κλίνω στα δανικά - tynd, afslå, afvise, mager, støtte, lean, magert, ...
  • κλίση στα δανικά - hældning, skråning, hældningen, bakke, skråningen
  • κλαγγή στα δανικά - klang, clang, Objective, dang
  • κλαδάκι στα δανικά - kvist, gren, twig, grenen, kvisten
Τυχαίες λέξεις
Κλαίω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: beklage, skrig, skrige, råbe, græde, råb, cry, råbet