Κλαίω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κλαίω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grito, semanalmente, chorar, semanal, clamor, choro, grito de
Κλαίω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλαίω

κλαίω την ώρα, κλαίω ονειροκρίτης, κλαίω γρουσή μου, κλαίω χωρίς λόγο, κλαίω την ώρα _ μητροπάνος & τερζής, κλαίω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κλαίω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κλίνω στα πορτογαλικά - declarar, inclinar, declinar, conjugar, liga, declínio, delgado, ...
  • κλίση στα πορτογαλικά - talento, aptidão, declive, encosta, ladeira, talude, inclinação
  • κλαγγή στα πορτογαλικά - tinido, som estridente, clang, bumbum, clangor
  • κλαδάκι στα πορτογαλικά - galho, ramo, twig, graveto, raminho
Τυχαίες λέξεις
Κλαίω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: grito, semanalmente, chorar, semanal, clamor, choro, grito de