Κλαίω στα ιταλικά
Μετάφραση: κλαίω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimpiangere, piangere, grido, gridare, urlo, grido di, pianto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλαίω
κλαίω την ώρα, κλαίω ονειροκρίτης, κλαίω γρουσή μου, κλαίω χωρίς λόγο, κλαίω την ώρα _ μητροπάνος & τερζής, κλαίω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κλαίω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κλίνω στα ιταλικά - calare, calata, discesa, declivio, scarno, rifiutare, sostenere, ...
- κλίση στα ιταλικά - attitudine, abilitazione, pendenza, pendio, versante, pista, inclinazione
- κλαγγή στα ιταλικά - urto, fragore, clang, clangore, suono metallico, rumore metallico
- κλαδάκι στα ιταλικά - ramoscello, ramoscello di, rametto, twig, fusaro
Τυχαίες λέξεις
Κλαίω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: rimpiangere, piangere, grido, gridare, urlo, grido di, pianto
Μεταφράσεις: rimpiangere, piangere, grido, gridare, urlo, grido di, pianto