Κουπόνι στα δανικά
Μετάφραση: κουπόνι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tegn, kupon, kuponen, kuponrente, rente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουπόνι
κουπόνι προσφοράς public, κουπόνι μπάσκετ, κουπόνι πάμε στοίχημα οπαπ, κουπόνι στοιχήματος live, κουπόνι στοίχημα οπαπ, κουπόνι λεξικό γλώσσας δανικά, κουπόνι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κουνώ στα δανικά - ryste, sten, svinge, klippe, rystes, ryst, ryster, ...
- κουπί στα δανικά - åre, padle, pagaj, paddle, pagajen
- κουράζω στα δανικά - tucker, maler, i Tucker, af Tucker
- κουρέας στα δανικά - frisør, barber, Barber-, Frisør-, Frisør
Τυχαίες λέξεις
Κουπόνι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tegn, kupon, kuponen, kuponrente, rente
Μεταφράσεις: tegn, kupon, kuponen, kuponrente, rente