Κουρεύω στα δανικά

Μετάφραση: κουρεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
klippe, høst, fleece, pels
Κουρεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρεύω

κουρεύω ονειροκρίτης, κουρεύω λεξικό γλώσσας δανικά, κουρεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κουρδίζω στα δανικά - melodi, vind, tune, melodien, indstille, stille
  • κουρελιασμένος στα δανικά - lasede, laset, forhutlet, frynset, flossede
  • κουρκούτι στα δανικά - vælling, grød, mush, mos
  • κουρνιάζω στα δανικά - Roost, af Roost
Τυχαίες λέξεις
Κουρεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: klippe, høst, fleece, pels