Κουρεύω στα ισλανδικά
Μετάφραση: κουρεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Fleece, flís, Flísefni, reyfið, efnishlutfall
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρεύω
κουρεύω ονειροκρίτης, κουρεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κουρεύω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κουρδίζω στα ισλανδικά - vísalag, liðast, vindur, lag, stilla, stillt, stillir, ...
- κουρελιασμένος στα ισλανδικά - Tattered, skörðótt
- κουρκούτι στα ισλανδικά - Fellibylur, umtals- vert
- κουρνιάζω στα ισλανδικά - Roost
Τυχαίες λέξεις
Κουρεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Fleece, flís, Flísefni, reyfið, efnishlutfall
Μεταφράσεις: Fleece, flís, Flísefni, reyfið, efnishlutfall