Κουρεύω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: κουρεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жетвата, руно, руното, овен
Κουρεύω στα σλαβομακεδονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρεύω

κουρεύω ονειροκρίτης, κουρεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κουρεύω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • κουρδίζω στα σλαβομακεδονικά - ветрот, мелодија, нагодување, склад, мелодијата, се вклучите
  • κουρελιασμένος στα σλαβομακεδονικά - искината, испокинати, распарталените
  • κουρκούτι στα σλαβομακεδονικά - каша, чорба, качамак, чадор
  • κουρνιάζω στα σλαβομακεδονικά - кокошарник
Τυχαίες λέξεις
Κουρεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: жетвата, руно, руното, овен