Κουρνιάζω στα δανικά
Μετάφραση: κουρνιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Roost, af Roost
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρνιάζω
κουρνιάζω in english, να κουρνιάζω, κουρνιάζω λεξικό, κουρνιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, κουρνιάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- κουρεύω στα δανικά - klippe, høst, fleece, pels
- κουρκούτι στα δανικά - vælling, grød, mush, mos
- κουρούνα στα δανικά - krage, Crow, kragen, gale
- κουρτίνα στα δανικά - gardin, tæppe, curtain, forhæng, gardinet, gardiner
Τυχαίες λέξεις
Κουρνιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Roost, af Roost
Μεταφράσεις: Roost, af Roost