Κουφάρι στα δανικά

Μετάφραση: κουφάρι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
slagtekrop, slagtekroppen, kroppen, slagtet, slagtekroppe
Κουφάρι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουφάρι

κουφάρι συνώνυμα, κουφάρι λεξικο, κουφάρι του troktiko, κουφάρι αυτοκινήτου, κουφάρι της ραλλείου, κουφάρι λεξικό γλώσσας δανικά, κουφάρι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κουτσουρεύω στα δανικά - truncate, afkorte, trunkerer, trunkere, afkorter
  • κουτός στα δανικά - dum, tåbelig, dumme, dumt, stupid
  • κουφός στα δανικά - døv, døve, gangbesværede, det døve
  • κοφίνι στα δανικά - kurv, kurven, indkøbskurv, kurven I, ordre
Τυχαίες λέξεις
Κουφάρι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: slagtekrop, slagtekroppen, kroppen, slagtet, slagtekroppe