Κουφάρι στα εσθονικά

Μετάφραση: κουφάρι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lihakeha, korjus, karkass, rümba, rümpade, põhimiku
Κουφάρι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουφάρι

κουφάρι συνώνυμα, κουφάρι λεξικο, κουφάρι του troktiko, κουφάρι αυτοκινήτου, κουφάρι της ραλλείου, κουφάρι λεξικό γλώσσας εσθονικά, κουφάρι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κουτσουρεύω στα εσθονικά - kärpima, lühenda, kärpige, trunkaat, kärbi
  • κουτός στα εσθονικά - tobe, rumal, loll, rumalad, rumalaid
  • κουφός στα εσθονικά - kurt, vaegkuuljatele, kurtide, kurtidele, kurdid
  • κοφίνι στα εσθονικά - korv, ostukorvi, ostukorvist, korvi, ostukorv
Τυχαίες λέξεις
Κουφάρι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lihakeha, korjus, karkass, rümba, rümpade, põhimiku